συνειδητότητα

συνειδητότητα
η, Ν [συνειδητός]
η ιδιότητα τού συνειδητού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Τόμας Χιλ — (Thomas Hill Green, Μπέρκιν, Γιόρκσαϊρ 1836 – Οξφόρδη 1882).Άγγλος φιλόσοφος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του αγγλικού νεοεγελιανισμού. Η γνωσιολογική θεωρία του, που τονίζει τον ενεργό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”